οστρακίς

οστρακίς
ὀστρακίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. το φολιδωτό περίβλημα τού κώνου τού πεύκου, τού κουκουναριού
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγαλμάτιόν τι Αφροδίτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ίς (πρβλ. χελων-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀστρακίς — pine cone fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακίδας — ὀστρακίς pine cone fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακίδων — ὀστρακίς pine cone fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”